- κνησμοῦ
- κνησμόςitchingmasc gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ξυσμός — ξυσμός, ὁ (Α) [ξύω] 1. ξύσιμο για ανακούφιση κνησμού 2. κνησμός, φαγούρα 3. (κατά τον Ησύχ.) «χνόος ξυσμός, ψόφος, φθόγγος» … Dictionary of Greek